- μναιαιος
- μναϊαῖοςтж. μναῖος и μνάϊος 3Arst. = μνααῖος См. μνααιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μναιαίου — μναιαῖος of the weight of a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μναιαίους — μναιαῖος of the weight of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)